- ευκτικός
- -ή, -ό (ΑΜ εὐκτικός, -ή, -όν)1. αυτός που εκφράζει ευχή, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ευχή, ο κατάλληλος για ευχή, ο ευχετικός, ο παρακλητικός (α. «εὐκτικὸ ἐπίρρημα», Απολλ. Δύσκ.β. «εὐκτικοὶ ὕμνοι», Μέν. Ρήτ.)2. το θηλ. ως ουσ. η ευκτική (ενν. έγκλιση)μία από τις εγκλίσεις τού ρήματος, στην οποία οι ρηματικοί τύποι σε ανεξάρτητο λόγο δηλώνουν ευχή («εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον»)αρχ.1. αυτός που ανήκει σε όρκο ή σε δέηση («εὐκτικὰ μέλη ἐγράφετο τοῑς αἰτουμένοις», Πρόκλ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐκτικόνα) έκφραση υπό μορφή ευχής ή επιθυμίαςβ) η ευκτική έγκλιση3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐκτικάη λειτουργία.επίρρ...ευκτικώς (ΑΜ εὐκτικῶς)1. με τρόπο που εκφράζει ευχή, υπό τύπο ευχής, με δεήσεις, ικετευτικά2. σε ευκτική έγκλιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευκ-τός, ρημ. επίθ. τού εύχομαι. Ευκτική (ενν. έγκλιση), θηλ. τού επιθ. ευκτικός].
Dictionary of Greek. 2013.